[:en]

1689 Confession of Faith

[:EL]

Ομολογία Πίστεως του 1689

[:en]

Chapter 7Κεφάλαιο 7

 

OF GOD’S COVENANT

 

Paragraph 1. The distance between God and the creature is so great, that although reasonable creatures do owe obedience to Him as their creator, yet they could never have attained the reward of life but by some voluntary condescension on God’s part, which He hath been pleased to express by way of covenant.1

1 Luke 17:10; Job 35:7,8

 

Paragraph 2. Moreover, man having brought himself under the curse of the law by his fall, it pleased the Lord to make a covenant of grace,2 wherein He freely offers unto sinners life and salvation by Jesus Christ, requiring of them faith in Him, that they may be saved;3 and promising to give unto all those that are ordained unto eternal life, His Holy Spirit, to make them willing and able to believe.4

2 Gen. 2:17; Gal. 3:10; Rom. 3:20,21

3 Rom. 8:3; Mark 16:15,16; John 3:16;

4 Ezekiel 36:26,27; John 6:44,45; Ps. 110:3

 

Paragraph 3. This covenant is revealed in the gospel; first of all to Adam in the promise of salvation by the seed of the woman,5 and afterwards by farther steps, until the full discovery thereof was completed in the New Testament;6 and it is founded in that eternal covenant transaction that was between the Father and the Son about the redemption of the elect;7 and it is alone by the grace of this covenant that all the posterity of fallen Adam that ever were saved did obtain life and blessed immortality, man being now utterly incapable of acceptance with God upon those terms on which Adam stood in his state of innocency.8

5 Gen. 3:15

6 Heb. 1:1

7 2 Tim. 1:9; Titus 1:2

8 Heb. 11:6,13; Rom. 4:1,2; Acts 4:12; John 8:56

 

[print_link] 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Παράγραφος 1. Η απόσταση μεταξύ του Θεού και του πλάσματος είναι τόσο μεγάλη, που ενώ οι άνθρωποι ως λογικά πλάσματα οφείλουν υπακοή σ’ Αυτόν ως δημιουργό τους, δεν μπορούν να φτάσουν την ανταμοιβή της ζωής παρά από κάποια εθελοντική συγκατάβαση από την πλευρά του Θεού, την οποία και ευχαριστήθηκε να πραγματοποιήσει μέσω μιας διαθήκης.1

1 Λουκάν 17:10, Ιώβ 35:7,8

 

Παράγραφος 2. Επιπλέον, αφού ο άνθρωπος έφερε τον εαυτό του κάτω από την κατάρα του νόμου λόγω της πτώσης του, ευχαρίστησε τον Κύριο να κάνει μια διαθήκη χάρης,2 όπου Αυτός προσφέρει δωρεάν στους αμαρτωλούς ζωή και σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού, απαιτώντας από αυτούς πίστη σ’ Αυτόν ώστε να σωθούν·3 και υπόσχεται να δώσει το Άγιο Πνεύμα Του προς όλους εκείνους που είναι ταγμένοι σε αιώνια ζωή, ώστε να γίνουν πρόθυμοι και ικανοί να πιστέψουν.4

2 Γένεση 2:17, Γαλάτες 3:10, Ρωμαίους 3:20,21

3 Ρωμαίους 8:3, Μάρκον 16:15,16, Ιωάννην 3:16

4 Ιεζεκιήλ 36:26,27, Ιωάννην 6:44,45, Ψαλμοί 110:3

 

Παράγραφος 3. Αυτή η διαθήκη αποκαλύπτεται μέσα στο ευαγγέλιο· πρώτα στον Αδάμ, στην υπόσχεση της σωτηρίας μέσω του σπέρματος της γυναίκας,5 και μετά βήμα-βήμα, μέχρι την πλήρη αποκάλυψή της που ολοκληρώθηκε στην Καινή Διαθήκη·6 και βασίζεται στην αιώνια διαθήκη που έγινε μεταξύ του Πατρός και του Υιού για τη λύτρωση των εκλεκτών·7 και είναι μόνο με τη χάρη αυτής της διαθήκης ότι ο οποιοσδήποτε απόγονος του πεσμένου Αδάμ έχει σώθει, και έλαβε τη ζωή και την ευλογημένη αθανασία, αφού ο άνθρωπος είναι τώρα εντελώς ανίκανος να έχει αποδοχή από το Θεό με τους ίδιους όρους που είχε ο Αδάμ όταν βρισκόταν στην κατάσταση της αθωώτητας.8

5 Γένεση 3:15

6 Εβραίους 1:1

7 Β΄ Τιμόθεο 1:9, Τίτο 1:2

8 Εβραίους 11:6,13, Ρωμαίους 4:1,2, Πράξεις 4:12, Ιωάννην 8:56

 

[print_link]